- καήλα
- και καΐλα, η1. το συναίσθημα από την καύση, καύμα, κάψιμο2. υπερβολική ατμοσφαιρική θερμότητα, καύσωνας3. φλόγωση, θέρμη, πυρετός4. ισχυρό λυπηρό συναίσθημα, στενοχώρια5. σφοδρή επιθυμία, λαχτάρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκάη (αόρ. τού καίομαι) + κατάλ. -λα (πρβλ. καύ-λα)ορθότ. γραφή αντί τού καΐλα].
Dictionary of Greek. 2013.